- κοτινοτράγος
- κοτῐνοτράγος [ᾰ], ον,A eating wild olive-berries, Ar.Av.240.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτινοτράγος — κοτινοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει τον καρπό τού κοτίνου, τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + τράγος] … Dictionary of Greek
κοτινοτράγα — κοτινοτράγος eating wild olive berries neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)